Τα κοράκια κύκλωναν το ποτάμι ρυθμικά. Ο βοριάς δεν χάριζε! Μέρες είχαμε βαλθεί να ψάχνουμε το εξαφανισμένο μωρό. Κι αυτός ο αναθεματισμένος αέρας!
– Εδώ είναι! ούρλιαζε ο αστυνόμος.
– Απομάκρυνέ τους όλους! φώναξα βλέποντας το πλήθος να κατευθύνεται προς τα κει.
Έφτασα λαχανιασμένος στο σημείο. Το μάτι μου έπεσε στο σκούρο ύφασμα που κάλυπτε το αγγελούδι.
– Να ειδοποιήσουμε το εγκληματολογικό αμέσως! Είπα στον υπαστυνόμο.
Το άψυχο σώμα ήτανε τυλιγμένο σ’ ένα κομμάτι ύφασμα, μια ποδιά. Την ξετύλιξα με προσοχή και είδα στο μικρό τσεπάκι φυτιλάκια και μια καντηλήθρα. Καιρός να κάνω κάποιες επισκέψεις, είπα.
Πήγα στην εκκλησία, η νεωκόρα καθάριζε ακόμα. Μπήκα αθόρυβα, άναψα ήσυχα ένα κεράκι και κάθισα στα πίσω καθίσματα. Ήσυχα και σκοτεινά. Εκείνη μουρμούραγε σα να σιγοτραγουδούσε. Ήτανε κάποτε καλογριά, έγινε και ηγουμένη. Όμως ο μισόκαλος, λένε, της πηρέ τα μυαλά και κλέφτηκε μ’ ένα νεαρό. Έμεινε έγκυος. Από τότε έφυγε από κείνα τα μέρη και ήρθε εδώ. Εγκαταστάθηκε σα νεοκώρα. Όλοι τη λυπηθήκανε μοναχή γυναικά με παιδί στην κοιλιά.
Όταν έφτανε η ώρα να γεννήσει, όλοι στο χωριό παρατηρήσανε πολλές παραξενιές στη συμπεριφορά. Απομονώθηκε από τους γύρω και μόνο στη γέννα δέχτηκε να πάει η μαμή του χωριού. Το παιδάκι δεν έζησε και κείνη το ‘βάλε καημό! Απόσωσε και μιλούσε μονάχη της.
– Τρελάθηκε, λέγανε όλοι. Μόνο με τα πολύ μικρά παιδάκια έπιανε καμιά κουβέντα μέχρι να τα απομακρύνουν από φόβο οι γονείς.
Εκείνη την ώρα άρχισε να μιλάει.
– Παναγιά μου… Παναγιά μού, δεν ακούς; Δεν ακούς που σου μιλώ; Ξέρεις γυναίκα είσαι και γυναίκα είμαι κι εγώ!
Στάθηκε μπρος στο τζάμι της εικόνας της Παναγίας και χτυπούσε δυνατά με την παλάμη της!
– Πες μου γιατί μου το έκανες αυτό; Γιατί μου το πήρες; Γυναίκα εσύ γυναίκα κι εγώ, παιδί εσύ παιδί κι εγώ, γιατί να μην το χαρώ; Εγώ που καλογέρεψα από τα δεκατρία μου στη δούλεψή σου, δεν δικαιούμουν ένα μωρό;
Άφριζε και χτυπούσε όλη την ώρα, την άκουγα έκπληκτος με τη λογική της και περίμενα! Ένας τριγμός και γύρισε προς το μέρος μου!
– Πάει το σχέδιό μου, είπα μέσα μου. Ευτυχώς εκείνη συνέχισε πιο δυνατά!
– Παντάνασσα σε λένε, μα ξέρεις τι είσαι για μένα; Τίποτα… ένα τίποτα…ακούς εκεί να δίνεις παιδί στην κάθε βρωμιάρα και αυτούς που σε υπηρετούν; Τι το ήθελε το παιδί η Βασιώ, αυτή δεν ξέρει ποιανού είναι το μπασταρδάκι που έχει… ή μάλλον είχε γιατί να ξέρεις ….εγώ θα τις διορθώσω τις αδικίες!
Εκεί λοιπόν πετάχτηκα και προσπάθησα να την πιάσω! Με κατάλαβε και μπήκε στο ιερό και έφυγε από το παραπόρτι. Από πίσω της κι εγώ, τη βλέπω μπαίνει στο καμαράκι που της παραχώρησαν να μείνει και κλειδώνεται.
– Άνοιξε Σμαρώ, όλα τελείωσαν, παραδώσου ήσυχα, της είπα, όλα τελείωσαν!
– Γιε του διαβόλου, έτσι νομίζεις;
– Μη το κανείς πιο τραγικό, έλα άνοιξε επιτέλους, φώναξα.
– Θα σας πάρω μαζί μου στην κόλαση! Φύγε από εδώ!
Στη μύτη μου έφτασε μυρωδιά βενζίνης. Στο χώρο υπήρχε μια δεξαμενή πετρελαίου. Έκανα να απομακρυνθώ δεν πρόλαβα και μια τεράστια έκρηξη μ’ έσπρωξε στο χώμα μακριά. Η πόρτα πετάχτηκε και στο θέαμα μιας φλεγόμενης φιγούρας λαμπαδιασμένης που ούρλιαζε, προστέθηκε και το κρώξιμο των κορακιών, που τρόμαξαν από την έκρηξη. Μια αίσθηση μεταφυσική, απλώθηκε, σα να λύθηκε μια κατάρα!
Ο μαύρος καπνός είχε τη γεύση του κόσμου που γνώριζα, ανθρώπων μαύρων στην ψυχή, με πάθη και σκέψεις μυστήριες και πράξεις αλόγιστες! Ώρες –ώρες σκεφτόμουν, αλήθεια σε ποιο μέρος του κόσμου ανήκω εγώ;
Kαστανάρας Παύλος